βεβαιώσεις

βεβαιώσεις
βεβαίωσις
confirmation
fem nom/voc pl (attic epic)
βεβαίωσις
confirmation
fem nom/acc pl (attic)
βεβαιόω
confirm
aor subj act 2nd sg (epic)
βεβαιόω
confirm
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρτυρικός — ή, ό (AM μαρτυρικός, ή, όν) [μάρτυρας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη μαρτυρία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρτυρικά τροπάρια που ψάλλονται προς τιμήν τών μαρτύρων τής Εκκλησίας νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”